- χερσόνησος
- I
Πεδινός οικισμός (υψόμ. 100 μ.), στην πρώην επαρχία Πεδιάδας, του νομού Ηρακλείου. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (20 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκουν και άλλοι 6 μικρότεροι οικισμοί, τα Αγριανά (υψόμ. 90 μ.), το Μετόχι Σβούρου (υψόμ. 10 μ.), τα Χατζιανά (υψόμ. 20 μ.), ο Άγ. Ιωάννης, ο Αγκισαράς και ο Αποσελέμης.IIOνομασία αρχαίων ελληνικών πόλεων.1. Πόλη της Κριμαίας, η σημερινή Σεβαστούπολη. Βρισκόταν σε μια εύφορη πεδιάδα, κοντά στον ισθμό της Χερσονήσου και στο Eξαμίλιον, που κατοικήθηκε αργότερα από Βυζαντινούς. Ήταν περίφημη για το εμπόριο του κρασιού της, και είχε αρχικά αποικιστεί από Μεγαρείς της Ποντικής Ηρακλείας. Στα τέλη του 2ου αι., ζήτησε την προστασία του Μιθριδάτη ΣΤ’ του Ευπάτορα εναντίον των σκυθικών εισβολών, και μετά τον θάνατό του έμεινε κάτω από την κυριαρχία των διαδόχων του. Στα χρόνια του Νέρωνα, ήταν ρωμαϊκή.2. Αυτόνομη πόλη της Κρήτης, στη βόρεια παραλία της, επίνειο της Λύττου. Κατά τον Πλούταρχο, χτίστηκε από τους απόγονους των Τυρρηνών της Ίμβρου και της Λέσβου, που είχαν απαγάγει Αθηναίες γυναίκες.3. Πόλη στη δυτική παραλία της Κρήτης. Τη μνημονεύουν ο Πτολεμαίος και ο Στράβωνας.* * *η, ΝΜΑ, και αττ. τ. χερρόνησος και χερόνησος και δωρ. τ. χερσόνασος και κυρην. τ. χέρνασος Ατμήμα ξηράς που περιβρέχεται από θάλασσα και συνδέεται με την ηπειρωτική ακτή σε μια μόνο πλευράαρχ.1. ως κύριο όν. ἡ Χερσόνησος και Χερρόνησοςονομασία διαφόρων περιοχών, όπως τής Θρακικής Χερσονήσου, τής Ταυρικής, δηλαδή τής Κριμαίας, τής περιοχής μεταξύ Επιδαύρου και Τροιζήνας κ.ά., καθώς και πολλών πόλεων, όπως λ.χ. τής Κρήτης, τών ακτών τού Ευξείνου, τής Σαρδηνίας, τής Σικελίας, τών νήσων τού Αιγαίου κ.ά.2. νησί που συνδέεται με γέφυρα με την ηπειρωτική ακτή («ἡ δὲ καλουμένη χερσόνησός ἐστιν ἐπὶ τῇ ἠπείρῳ κειμένῃ νῆσος, γεφύρᾳ διαβατὸς ἐξ αὐτῆς», Παυσ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < χέρσος/χέρρος + νῆσος].
Dictionary of Greek. 2013.